- διαφραγματοκήλη
- Προεκβολή ενός κοιλιακού οργάνου μέσα στον θώρακα μέσω του διαφράγματος. Το διάφραγμα είναι μία μυομεμβρανώδης δομή που χωρίζει τον θώρακα από την κοιλιά. Περιέχει ένα άνοιγμα (τμήμα), μέσω του οποίου περνά ο οισοφάγος για να ενωθεί με το στομάχι. Μια δ. δημιουργείται όταν μέρος του στομάχου βγαίνει από το άνοιγμα. Ένας συνηθισμένος τύπος δ. συμβαίνει όταν ο μυς γύρω από το άνοιγμα επιτρέπει μέρος του στομάχου να μπαινοβγαίνει ανάμεσα στην κοιλιά και στον θώρακα. Η υποκείμενη αιτία παραμένει άγνωστη. Μπορεί να οφείλεται στην εκ γενετής παρουσία ανοιγμάτων μεγαλύτερων από το φυσιολογικό στο διάφραγμα. Παρουσιάζεται συχνότερα στις γυναίκες, στα άτομα με υπερβολικό βάρος και στους καπνιστές. Παρότι πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από δ. δεν εμφανίζουν συμπτώματα, ορισμένοι παρουσιάζουν αναρρόφηση οξέος, που με τη σειρά του προκαλεί οισοφαγίτιδα, καύσο και πόνο. Η διάγνωση γίνεται με ενδοσκόπηση.
Dictionary of Greek. 2013.